τσαμπουκαλής

τσαμπουκαλής
ο , τσαμπουκαλού η уличный мальчишка, уличная девчонка; беспризорни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τσαμπουκαλής" в других словарях:

  • τσαμπουκαλής — ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν 1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ 2. μτφ. α) άνθρωπος τού υποκόσμου β) μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. λής (πρβλ. μουστακα λής, παρα λής)] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλής — ο πληθ. ήδες 1. αυτός που έχει ή κάνει τσαμπουκά (βλ. λ.). 2. ζόρικος άνθρωπος του υποκόσμου με προηγούμενες δοσοληψίες με την αστυνομία, κακοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαμπουκαλεύω — Ν [τσαμπουκαλής] 1. γίνομαι τσαμπουκαλής 2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι 3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»